- επαιτιώμαι
- αμετ. уст. обвинять, винить;
επαιτιώμαι την κακήν μου τύχην — жаловаться на свою судьбу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επαιτιώμαι την κακήν μου τύχην — жаловаться на свою судьбу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επαιτιώμαι — ἐπαιτιῶμαι, άομαι (Α) (αποθ.) 1. κατηγορώ κάποιον για κάτι, τού επιρρίπτω ευθύνες, τόν θεωρώ αίτιο για κάτι, τόν ενοχοποιώ («οὐκ ἔχειν ὅντινα ἐπαιτιᾱται», Ηρόδ.) 2. παραπονιέμαι για κάτι («τήν τε ἰδίαν συμφοράν [τῆς φυγῆς] ἐπητιάσαντο», Θουκ.) 3 … Dictionary of Greek
ἐπαιτιῶμαι — ἐπαιτιάομαι bring a charge against pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐπαιτιάομαι bring a charge against pres ind mp 1st sg ἐπαιτιάομαι bring a charge against pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐπαιτιάομαι bring a charge against pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτιώμαι — ( άομαι) (Α αἰτιῶμαι) (αποθ.) θεωρώ κάποιον υπεύθυνο, τού καταλογίζω ευθύνη, μέμφομαι, κατηγορώ αρχ. 1. προσάπτω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, τόν ενοχοποιώ 2. (με καλή σημ.) αναγνωρίζω σε κάποιον καλή πρόθεση ή ιδιότητα, τόν τιμώ, τόν… … Dictionary of Greek
προσεπαιτιώμαι — άομαι, Α κατηγορώ περισσότερο κάποιον μαζί με άλλους, προσυπογράφω μαζί με άλλους κατηγορίες εναντίον κάποιου («προεπαιτιάσασθαι τὸν Φάβιον ὡς...», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπαιτιῶμαι «κατηγορώ, επιρρίπτω ευθύνες»] … Dictionary of Greek
συνεπαιτιώμαι — άομαι, Α κατηγορώ κάποιον για κάτι μαζί ή ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπαιτιῶμαι «κατηγορώ»] … Dictionary of Greek